Η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης αλκοόλ και του σωματικού βάρους, παραμένει ένα «αίνιγμα» στην διαρκώς εξελισσόμενη επιστήμη της διατροφής και της διαιτολογίας.
Μάλιστα θα λέγαμε πως πρόκειται για «αίνιγμα» με σημαντική δυναμική, αφού σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, ποσοστό περίπου 10% της ημερήσιας συνολικής ενεργειακής πρόσληψης στους ενήλικες, προέρχεται από το αλκοόλ.
Ο ρόλος της θερμιδικής απόδοσης του αλκοόλ και του σωματικού βάρους έχει μελετηθεί μέσω τριών διαφορετικών προσεγγίσεων : με επιδημιολογικές μελέτες (κατανάλωση αλκοόλ και σωματικό βάρος), με ψυχοβιολογικές παρατηρήσεις (αλκοόλ και ρύθμιση όρεξης) και τέλος με μεταβολικές έρευνες (αποτελέσματα του αλκοόλ στην ενεργειακή απόδοση και στην οξείδωση των θρεπτικών στοιχείων).
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΚΟΟΛ
Οι επιδημιολογικές μελέτες δεν δείχνουν μια ξεκάθαρη σχέση μεταξύ αλκοόλ και βάρους και συχνά μας οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα για τους άνδρες και άλλα για τις γυναίκες.
Παραταύτα αξίζει να τονίσουμε, πως εκτός από τις περιπτώσεις αλκοολικών (όπου εκεί τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά), η ενέργεια που προέρχεται από τη κατανάλωση αλκοόλ, προστίθεται στη συνολική ενεργειακή πρόσληψη του ατόμου και δεν αντισταθμίζεται μέσω μείωσης της προσλαμβανόμενης τροφής. Έτσι όσοι καταναλώνουν τακτικά αλκοόλ, αλλά χωρίς να κινούνται στο πλαίσιο του αλκοολισμού, συνηθίζουν να προσλαμβάνουν μεγαλύτερα ποσά ενέργειας απ’ότι τα άτομα που δεν πίνουν καθόλου.
Αυτή η αντίληψη στηρίζεται με αρκετές μελέτες, που δείχνουν πως η κατανάλωση αλκοόλ όχι μόνο δεν προσδίδει κορεσμό, αλλά αντιθέτως διεγείρει (για μικρό χρονικό διάστημα) την όρεξη.
Το γεγονός ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να «αποθηκεύσει» αλκοόλ ως αλκοόλ, όπως μπορεί να κάνει (υπό προϋποθέσεις) με τις άλλες τρεις θερμιδογόνες θρεπτικές ουσίες (πρωτεΐνες – μυϊκός ιστός, υδατάνθρακες- γλυκογόνο, λιπαρά – λιπώδης ιστός), οδήγησε μερικούς στο συμπέρασμα ότι οι θερμίδες που αποδίδει το αλκοόλ δεν «μετράνε» και συνεπώς το αλκοόλ δεν μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση βάρους !! Τη θέση αυτή ήρθαν να ανατρέψουν μεταβολικές έρευνες που στηρίχτηκαν στην έμμεση θερμιδομετρία (τρόπος με την οποίο καταγράφεται το οξυγόνο που καταναλώνετε για το μεταβολισμό μιας ουσίας και το CO2 που παράγεται), δείχνοντας ότι ο ανθρώπινος οργανισμός έχει στο έπακρο την ικανότητα να χρησιμοποιεί την ενέργεια που αποδίδει το αλκοόλ. Οι ίδιες έρευνες δείχνουν επίσης πως η προσθήκη αλκοόλ σε ένα διαιτολόγιο, έχει σαν συνέπεια τη μείωση της οξείδωσης («καύσης») του λίπους, ενώ η οξείδωση των πρωτεϊνών και των υδατανθράκων επηρεάζεται ανεπαίσθητα.
Με την ανασκόπηση λοιπόν των επιδημιολογικών και των μεταβολικών ερευνών σχετικά με το αλκοόλ καταλήγουμε σε εντελώς διαφορετικά πορίσματα: Οι μεν πρώτες αποτυγχάνουν να συνδέσουν ξεκάθαρα το αλκοόλ με την παχυσαρκία δίνοντας άλλοθι στους λάτρεις των ποτών, ενώ οι μεταβολικές μελέτες δείχνουν πως η ενέργεια που αποδίδεται από το αλκοόλ είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμη για τον ανθρώπινο μεταβολισμό. Μάλιστα οι υπέρμαχοι των μεταβολικών ερευνών, υποστηρίζουν πως τα αποτελέσματα των επιδημιολογικών παρατηρήσεων εκτρέπονται από τα αναμενόμενα, λόγω του ότι η καταγραφή των δεδομένων διατροφής, στηρίζεται σε ανεπαρκή ή αναξιόπιστα στοιχεία που δίνουν τα άτομα τα οποία συμμετέχουν σε αυτού του είδους τις έρευνες.
ΠΑΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ…
Όπως και να έχουν τα πράγματα με τα αποτελέσματα των ερευνών, το σίγουρο είναι ένα : η ήπια κατανάλωση αλκοόλ και στο πλαίσιο πάντα ενός ισορροπημένου τρόπου διατροφής, συνδέεται με πολλά θετικά για την υγεία μας και δεν «επιβαρύνει» τη σιλουέτα μας.
Για τα άτομα με σωματικό βάρος εντός των επιθυμητών ορίων, ήπια κατανάλωση θεωρείται το ένα ποτό για τις γυναίκες ημερησίως και τα δυο ποτά για τους άνδρες, αν και εφόσον η προσθήκη αυτή δεν οδηγεί σε εκτροπή από το θερμιδικό ισοζύγιο που πρέπει να τηρείται.
Στη περίπτωση όμως που επιβάλλεται η απώλεια βάρους, συστήνεται ο περιορισμός της ημερήσιας κατανάλωσης του αλκοόλ σε 1 ποτό.
Ως ένα ποτό καθορίζεται το ένα κουτάκι μπίρα (330 ml) ή ένα γεμάτο ποτηράκι κρασιού (περίπου 145 ml) ή περίπου 45 ml ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ (ρούμι, βότκα, τεκίλα, κ.λ.π.). Οι ποσότητες αυτές αντιστοιχούν σε 15 γρ. αλκοόλ περίπου.
ΞΕΔΙΑΛΥΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ»…
Ένα από τα «παρεξηγημένα» αλκοολούχα ποτά σε σχέση πάντα με τον έλεγχο βάρους είναι η μπίρα.
Επαναφέροντας λοιπόν την θερμιδική «τάξη» στα πράγματα, πρέπει να τονίσουμε ότι η μπίρα αποδίδει τις λιγότερες θερμίδες (συγκρινόμενη πάντα σε ίσες ποσότητες) σε σχέση με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά και αυτό οφείλεται στη πολύ χαμηλή της σύσταση σε αλκοόλ. Αν κάτι λοιπόν «παχαίνει» είναι η υπερβολή και όχι η μπίρα…
Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί ότι η ήπια κατανάλωση μπίρας σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης νοσημάτων της καρδιάς και των αγγείων.
Στην Ελληνική κουλτούρα εδώ και χρόνια πρωταγωνιστούν αλκοολούχα ποτά με ιδιαίτερη ιστορία όπως το τσίπουρο ή τσικουδιά (είναι το ίδιο πράγμα, πρόκειται απλά για γεωγραφικές ονομασίες) και το ούζο. Για την παρασκευή του ούζου σήμερα χρησιμοποιείται ελληνικό καθαρό οινόπνευμα από μελάσα και γλυκάνισο, ενώ το τσίπουρο δημιουργείται αποκλειστικά από στέμφυλα.
Τεκμηριωμένες μελέτες που να υποδεικνύουν οφέλη από την κατανάλωση των εν λόγω αλκοολούχων δεν υπάρχουν. Ένα ποτηράκι ούζου ή τσίπουρου που εμπεριέχουν 46% αλκοόλ, αποδίδει περίπου 150 θερμίδες.